υπείροχος

υπείροχος
-ον, Α
ιων. τ. βλ. υπέροχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ὑπείροχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπείροχος — ὑπέροχος prominent masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπειρόχου — Ὑπείροχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπειρόχους — Ὑπείροχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπείροχε — Ὑπείροχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπείροχον — Ὑπείροχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέροχος — η, ο / ὑπέροχος, ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, ον, Α [ὑπερέχω] αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ. δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη»,… …   Dictionary of Greek

  • πανυπείροχος — ον, Α αυτός που υπερέχει όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπείροχος, ιων. τ. του ὑπέροχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”